υπαγωγός

υπαγωγός
-όν, Α [ὑπάγω]
1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.)
2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῡ», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπαγωγός — carrying off downwards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαγωγόν — ὑπαγωγός carrying off downwards masc/fem acc sg ὑπαγωγός carrying off downwards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαγωγοῦ — ὑπαγωγός carrying off downwards masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπήλατος — ον, Α (για φάρμ.) αυτός που οδηγεί προς τα κάτω, υπαγωγός, καθαρτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἐξ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • υπαγωγικός — ή, όν, Α [ὑπαγωγός] 1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς 2. ελκυστικός …   Dictionary of Greek

  • ὑπαγωγά — ὑπαγωγά̱ , ὑπαγωγή leading on gradually fem nom/voc/acc dual ὑπαγωγά̱ , ὑπαγωγή leading on gradually fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπαγωγός carrying off downwards neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”